γερουσιαστικός, -ή

γερουσιαστικός, -ή
ο σχετικός με τη γερουσία: Έβαλε υποψηφιότητα για τις γερουσιαστικές εκλογές.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γερουσιαστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αρμόζει στους γερουσιαστές ή στη Γερουσία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”